Παρότι εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε διάφορες περιοχές του κόσμου, ο ρυθμός αστικοποίησης αυξάνεται παντού: ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας της αστικοποίησης του πλανήτη μας. Το βιβλίο Ville, espace, langage Études et questionnements en sociolinguistique προσφέρει στον αναγνώστη την ευκαιρία να γνωρίσει την πόλη και πώς επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον χώρο και τα σημειωτικά συστήματα και πρωτίστως τη γλώσσα, μέσα από ποικίλες προσεγγίσεις από τα πεδία των γλωσσικών ή κοινωνικών επιστημών. Ορισμένοι από τους συγγραφείς αναλύουν προγενέστερες μελέτες που έχουν συνεισφέρει σημαντικά στην ανάπτυξη της συζήτησης γύρω από τα αστικά κέντρα εξετάζοντας τον τρόπο που τροφοδοτούν πιο πρόσφατες μελέτες ή αμφισβητούνται και ανανεώνονται μέσα από νεότερες προσεγγίσεις. Άλλοι, παρουσιάζουν μελέτες συγκεκριμένων αστικών πεδίων προσεγγίζοντας την πόλη μέσα από/στις πολλαπλές εκδηλώσεις της: μουσική, τραγούδι, ζωγραφική, κείμενα, τοπία. Αντιλαμβανόμενοι την πόλη ως φυσικό, πολιτικό χώρο ή ως κοινωνική και υποκειμενική κατασκευή, οι συντελεστές του τόμου αυτού αναδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο διαπλέκονται γλώσσα και χώρος στην ανάλυση των σχέσεων εξουσίας, των εντάσεων και των κοινωνικών και πολιτικών ανισοτήτων· αναλύουν τις δημιουργικές όψεις που συνδέονται με το αστικό φαινόμενο· τέλος, περιγράφουν τους τρόπους με τους οποίους μετέχει στη διεκδίκηση νέων και παλαιών αξιών.
Usus scribendi or vitia codicis byzantini? Is transmitted punctuation relevant to the reception of the text? • It is only in the last few decades that studies on Byzantine texts based on their manuscript tradition have addressed specific tendencies of Byzantine scribes with regard to punctuation, orthography, accentuation and enclisis, as well as the joining of words. Tendencies previously regarded as vitia codicis are today recognised as part of the oral delivery of the text and important for its understanding. Those related to accentuation and orthography were included in the critical editions at an early stage, but this has been hardly the case with the punctuation marks. Granted that they should be taken into account, is it helpful to retain exactly the same signs in a critical edition? • No, especially if one considers the fact that punctuation theory and marks have undergone various modifications concerning their number, position and range of functions in the course of time, not to mention slight variations in punctuation practice between scribes. Do the transmitted punctuation marks suffice for the modern reader? How can they be implemented in the editions? In the case of diverging witnesses to the same text, which version should be preferred? • These and other questions prompted the organisation of a workshop and the papers presented there have now been collected in this volume. As demonstrated in these contributions, the review and explanation of the idiosyncrasies of the Byzantine scribes are crucial issues not only for the reconstruction of Byzantine texts and the editorial technique, but also for their literary interpretation.
Hymns represent an important aspect of the hagiographic literature and of the cult of saints in Byzantium. In the Late Byzantine era there already existed hymns on the most important saints' feasts, preserved in the Menaia, for every day of the liturgical year. Nonetheless, new hymns were still composed on both new and old saints. Hymnography was part of the literary production of the Late Byzantine era; however, hardly any notice has been taken of it so far. The present study provides an analysis and a critical edition of the eleven liturgical canons (Codex Chalk. S. Trin. 64) of Theoktistos Studites on his elder contemporary, the famous and notorious Patriarch Athanasios Ist of Constantinople (1289-1293 and 1303-1309).
Στις προσπάθειες που έχει κάνει η κριτική να προσδιορίσει επακριβώς το μοντερνιστικό στοιχείο της πεζογραφίας της γενιάς του ’30 έρχεται να προστεθεί αυτό το βιβλίο στρέφοντας την προσοχή σε μια περιοχή που δεν είχε ερευνηθεί έως τότε: στο πεδίο της συνάντησης ορισμένων πεζογραφημάτων αυτής της γενιάς με την ημερολογιακή μυθοπλασία του André Gide. H κύρια θέση της μελέτης μου είναι ότι το έργο του André Gide, γονιμοποιώντας τις νεοτερικές αναζητήσεις της μεσοπολεμικής μας πεζογραφίας, ενθαρρύνει σε ορισμένους από τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς αυτής της εποχής την καλλιέργεια της αυτοαναφορικότητας, με την απεικόνιση μέσα στο ίδιο το μυθιστόρημα της διαδικασίας της δημιουργίας του (mise en abyme). Παράλληλα, το βιβλίο επιχειρεί μιαν ιστορική εξέταση της ελληνικής ημερολογιακής μυθοπλασίας, ανασύροντας στην επιφάνεια ένα λανθάνον έως σήμερα λογοτεχνικό μας είδος.
Πανεπιστημιακές Eκδόσεις Kρήτης, Hράκλειο 1998, σσ. 317
Ο Παλαμάς και η κρίση του στίχου
Από τα νεανικά του κιόλας χρόνια, ήδη από την εποχή της συνάντησής του με την ποίηση του Κάλβου και της συγγραφής της μελέτης του για τις Ωδές, ο Παλαμάς αισθανόταν ότι ο δεκαπεντασύλλαβος, με την πιστή αναπαραγωγή της παγιωμένης μορφής του, είχε οδηγηθεί σε μια στιχουργική συμβατικότητα που είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας κρίσης. Και είναι φανερό ότι ένιωθε ότι η κρίση αυτή του εθνικού στίχου αποτελούσε μια κρίση του ελληνικού στίχου γενικότερα, ανάλογη με την "κρίση του στίχου", που διαπίστωνε την ίδια εποχή στη γαλλική ποίηση ο Μαλλαρμέ. Γι' αυτό ανέλαβε, και έφερε σε επιτυχές τέλος, την προσπάθεια -ακολουθώντας το ανάλογο παράδειγμα της ανανέωσης του αλεξανδρινού (του γαλλικού εθνικού στίχου) από τον Ουγκώ- να ανανεώσει τον δεκαπεντασύλλαβο, διασκεδάζοντας τη δομική μονοτονία του και καθιστώντας τον "πολύτροπο". Η ανανέωση αυτή αποτελεί μιαν ουσιώδη προσωδιακή αναζήτηση, η οποία θα προετοιμάσει τον δρόμο για τις εξελίξεις που θα ακολουθήσουν με τη νεοτερική ποίηση.
Hymns represent an important aspect of the hagiographic literature and of the cult of saints in Byzantium. In the Late Byzantine era there already existed hymns on the most important saints' feasts, preserved in the Menaia, for every day of the liturgical year. Nonetheless, new hymns were still composed on both new and old saints. Hymnography was part of the literary production of the Late Byzantine era; however, hardly any notice has been taken of it so far. The present study provides an analysis and a critical edition of the eleven liturgical canons (Codex Chalk. S. Trin. 64) of Theoktistos Studites on his elder contemporary, the famous and notorious Patriarch Athanasios Ist of Constantinople (1289-1293 and 1303-1309).
Στις προσπάθειες που έχει κάνει η κριτική να προσδιορίσει επακριβώς το μοντερνιστικό στοιχείο της πεζογραφίας της γενιάς του ’30 έρχεται να προστεθεί αυτό το βιβλίο στρέφοντας την προσοχή σε μια περιοχή που δεν είχε ερευνηθεί έως τότε: στο πεδίο της συνάντησης ορισμένων πεζογραφημάτων αυτής της γενιάς με την ημερολογιακή μυθοπλασία του André Gide. H κύρια θέση της μελέτης μου είναι ότι το έργο του André Gide, γονιμοποιώντας τις νεοτερικές αναζητήσεις της μεσοπολεμικής μας πεζογραφίας, ενθαρρύνει σε ορισμένους από τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς αυτής της εποχής την καλλιέργεια της αυτοαναφορικότητας, με την απεικόνιση μέσα στο ίδιο το μυθιστόρημα της διαδικασίας της δημιουργίας του (mise en abyme). Παράλληλα, το βιβλίο επιχειρεί μιαν ιστορική εξέταση της ελληνικής ημερολογιακής μυθοπλασίας, ανασύροντας στην επιφάνεια ένα λανθάνον έως σήμερα λογοτεχνικό μας είδος.
Πανεπιστημιακές Eκδόσεις Kρήτης, Hράκλειο 1998, σσ. 317