Ολοκληρωμένες Διδακτορικές Διατριβές

 

 

Ελένη Δημητρίου (2023): The Unplanned Journey: Parents' Meaning on Their Chlidren's Developmental Disability

This research examines the subjective meaning of parents experiencing their children’s developmental disability. Parents’ experience was approached as unique life stories, trying at the same time to focus on the common processes different parents who raise children with developmental disability go through. In this research, disability is considered a rupture for parents, a disruption in the regular flow of their life, producing uncertainty and imbalance. Qualitative methodology was used for this research, as the most suitable to understand the process of meaning-making and explore how parents experience their children’s developmental disability. Participants were recruited among parents of preschool and school age children with moderate and severe intellectual disability and autism. Individual interviews and focus discussion groups were conducted to collect data, investigating their meaning on disability, the resources they use and their identity and action changes. After coding, data were analysed using thematic analysis. This research programme aims at contributing to the literature on parents’ transition concerning their children’s developmental disability as a process of psychological development through meaning-making. Additionally, this research intends to offer valuable ideas on the development of effective interventions programmes for parents. Finally, this research aims to suggest useful ideas in order to raise awareness on what developmental disabilities mean, contributing to stigma reduction but also familiarizing population with disability issues.

 

Μαρία Ορφαν΄ίδου (2021): Making Sense of Depression: A study of the representations and experience of depression in the Greek-Cypriot context.

Πέρα από διαγνωστικός όρος, η κατάθλιψη εμφανίζεται στον καθημερινό λόγο (Rogers & Pilgrim, 2014). Παρότι είναι ένας οικείος και συχνά χρησιμοποιούμενος όρος, έρευνες υποδηλώνουν ότι η έννοια της κατάθλιψης δημιουργεί αμφιθυμία σε ασθενείς, στο κοινό αλλά και στα μέσα μαζικής επικοινωνίας (π.χ., Brijnath & Antoniades, 2018b; Acosta et al., 2013; Hogg, 2011; Kokanović et al., 2013; Rowe et al., 2003; Zhang et al., 2016). Συγκεκριμένα, τα άτομα αμφιταλαντεύονται ανάμεσα σε αναπαραστάσεις της κατάθλιψης ως παθολογική (δηλ. ψυχική ασθένεια) και μη παθολογική εμπειρία. Τα νοήματα που αποδίδονται στην κατάθλιψη διαμορφώνονται από το κοινωνικό πλαίσιο με έναν ενεργό και δυναμικό τρόπο (π.χ., Flick, 2000a; Hsiao et al., 2006; De Mol et al., 2018). Ωστόσο, μέχρι στιγμής, η σχετική βιβλιογραφία έχει βασιστεί κυρίως σε έρευνες που χρησιμοποιούν ποσοτικές μεθόδους και προσεγγίσεις που αγνοούν τον ρόλο πλαισίου. Παράλληλα, υπάρχει έλλειψη ερευνών που να εξετάζουν τα νοήματα που αποδίδονται στην κατάθλιψη και τις διεργασίες που εμπλέκονται στην κατασκευή αυτών των νοημάτων εντός διαφόρων επιπέδων μιας κοινωνίας. Η παρούσα διατριβή είχε ως στόχο να διερευνήσει πώς γίνεται κατανοητή η έννοια και το βίωμα της κατάθλιψης εντός του Ελληνο-Κυπριακού πλαισίου. Χρησιμοποίησε τον κοινωνικό-κονστρουκτιβιστικό φακό της Θεωρίας των Κοινωνικών Αναπαραστάσεων (Moscovici, 2008 [1961]) και μια πολύ-επίπεδη προσέγγιση για να εξετάσει τόσο τα νοήματα που αποδίδονται στην κατάθλιψη από τον τύπο, το κοινό και τους ασθενείς, όσο και τις γενετικές διεργασίες που εμπλέκονται στην κατασκευή τους (Duveen & Lloyd, 1990). Η Μελέτη 1 διερεύνησε τις κοινωνικές αναπαραστάσεις της κατάθλιψης στον Ελληνο-Κυπριακό τύπο μέσω της θεματικής ανάλυσης 203 άρθρων που δημοσιεύτηκαν σε εφτά εφημερίδες. Η ανάλυση εντόπισε δύο αντιθετικές αναπαραστάσεις. Η μια παρουσίαζε την κατάθλιψη ως βιολογική ασθένεια που χρήζει ιατρικής θεραπείας ενώ η άλλη ως μια συνηθισμένη, μη παθολογική εμπειρία που συνδέεται με ψυχοκοινωνικά αίτια και αντιμετωπίζεται μέσω αυτοδιαχείρισης. Παρά την αντιθετική τους φύση, και οι δύο αναπαραστάσεις προωθούσαν την εξατομίκευση της κατάθλιψης. Η Μελέτη 2 διερεύνησε τις κοινωνικές αναπαραστάσεις της κατάθλιψης ανάμεσα σε 43 μέλη του Ελληνο-Κυπριακού κοινού, ηλικίας 16 με 80 χρονών. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν μέσω οκτώ ομάδων εστίασης και αναλύθηκαν με θεματική ανάλυση. Εντοπίστηκαν τρία θέματα που κατέδειξαν ότι οι συμμετέχοντες συνέδεσαν την κατάθλιψη με τον μοντέρνο τρόπο ζωής, την τοποθέτησαν ανάμεσα στο παθολογικό και μη παθολογικό υποστηρίζοντας ότι μπορεί να μετακινείται δυναμικά ανάμεσα στους δύο τομείς, και τέλος, την κατασκεύασαν ως μια εμπειρία ατομικιστικής φύσεως. Η Μελέτη 3 διερεύνησε πώς οκτώ Ελληνο-Κύπριοι ασθενείς μεταξύ των ηλικιών 18 με 80 βιώνουν και ερμηνεύουν την κατάθλιψη. Η θεματική ανάλυση οδήγησε σε τρία θέματα που φανέρωσαν την ενσώματη και κοινωνική βάση της εμπειρίας της κατάθλιψης, όπως επίσης και ότι οι ασθενείς βιώνουν την κατάθλιψη σαν μια πάλη μεταξύ αυτής και του Εαυτού. Τα ευρήματα από τις Μελέτες 1 έως 3 καταδεικνύουν τα οφέλη της πολύ-επίπεδης προσέγγισης, φανερώνουν την πολυφασική φύση των νοημάτων της κατάθλιψης και τους δεσμούς με τη θεωρητική έννοια της γνωστικής πολυφασίας (Jovchelovitch & Priego-Hernández, 2015; Moscovici, 2008 [1961]), και τέλος, φέρνουν στο προσκήνιο την εξατομίκευση της κατάθλιψης στο Ελληνο-Κυπριακό πλαίσιο. Θα συζητηθούν οι μεθοδολογικές, θεωρητικές και κλινικές συνεισφορές των ευρημάτων.

https://gnosis.library.ucy.ac.cy/handle/7/65402

 

Ρεβέκκα Μουγη (2021): A dialogical case study in a Cypriot mental rehabilitation center: residents’ and professionals’ representations of mental illness causes, daily life and working experiences.

Η παρούσα διατριβή εξετάζει τις εμπειρίες ατόμων που διαγνώστηκαν με ψυχική ασθένεια και διαμένουν σε ένα Κυπριακό, κοινοτικό κέντρο ψυχικής αποκατάστασης, καθώς και των επαγγελματιών που εργάζονται μαζί τους. Συγκεκριμένα, διερευνά: α) πως ένοικοι και επαγγελματίες αναπαριστούν και αποδίδουν τις αιτίες των ψυχικών προβλημάτων, β) πως αναπαριστούν τις καθημερινές και εργασιακές εμπειρίες στο κέντρο, γ) πως διαχειρίζονται τα νοήματα σχετικά με τις αιτίες ψυχικής ασθένειας και των εμπειριών στο κέντρο, και δ) πως η διαχείριση νοήματος επηρεάζει την ταυτότητα των ενοίκων και την αλληλεπίδραση με τους επαγγελματίες. Υιοθετήθηκε διαλογική μελέτη περίπτωσης σε ένα Κυπριακό κοινοτικό κέντρο ψυχικής αποκατάστασης όπου διαμένουν 40 ασθενείς και 15 μέλη του προσωπικού εργάζονται συνεχώς. Υιοθετήθηκε η ποιοτική προσέγγιση που περιλάμβανε συνεντεύξεις και μια εκτεταμένη περίοδο παρατήρησης στο κέντρο. 10 κάτοικοι που διαγνώστηκαν με σχιζοφρένεια και συνυπάρχουσες διαταραχές (π.χ. διαταραχή προσωπικότητας) και 8 επαγγελματίες διαφορετικών ειδικοτήτων (π.χ. νοσηλευτές, ψυχολόγοι) συμμετείχαν στην έρευνα. Πραγματοποιήθηκε θεματική ανάλυση για την ανάλυση των δεδομένων από τις συνεντεύξεις των συμμετεχόντων. Τα ευρήματα κατέδειξαν ότι οι αιτιακές αποδόσεις των ενοίκων περιλαμβάνουν α) πολλές διαφορετικές εξωτερικές, μη ελεγχόμενες καταστάσεις, και β) εσωτερικές αναπτυξιακές αιτίες. Η ανάλυση έδειξε πως αποστασιοποιούνται ενεργά από την πεποίθηση ότι είναι υπεύθυνοι για τα προβλήματα τους αποδίδοντας την έναρξή τους στους «άλλους» (δηλαδή την οικογένεια τους), αναπαριστούν τον εαυτό τους θετικά και υιοθετούν το ρόλο του ενδυναμωμένου δράστη. Οι επαγγελματίες, παρόλο που αναγνωρίζουν το ρόλο των γενετικών/βιολογικών αιτιών, επισημαίνουν τις εξωτερικές, μη ελεγχόμενες αιτίες, οι οποίες αφορούν το οικογενειακό πλαίσιο, την τραυματική παιδική ηλικία και τις ιστορικές και τρέχουσες κοινωνικές συνθήκες. Κατανοούν την ψυχική ασθένεια ως κατάσταση «ομοιότητας» και «ετερότητας» ταυτόχρονα, και έτσι πλησιάζουν ή απομακρύνονται συναισθηματικά από τους ψυχικά ασθενείς. Αναφορικά με την μεταξύ τους σχέση, υπάρχει μια ενδιαφέρουσα αντίφαση μεταξύ των κατοίκων: ορισμένοι αναπαριστούν το κέντρο ως «καταφύγιο» από τον έξω κόσμο, ενώ άλλοι ως «φυλακή», λόγω των αυστηρών κανόνων και συμπεριφορικών περιορισμών των επαγγελματιών, γιαυτό οραματίζονται την «ελεύθερη» ζωή τους εκτός κέντρου. Τέλος, τα ευρήματα έδειξαν πως οι σχέσεις ενοίκων – επαγγελματιών είναι ασύμμετρες και ιεραρχικές, γεγονός που επηρεάζει τα συναισθήματα, τη θεραπεία και την ικανοποίηση των ενοίκων από τη ζωή και δημιουργεί εργασιακή εξουθένωση στους επαγγελματίες. Η συνεισφορά των ευρημάτων στην βιβλιογραφία έγκειται στο ότι τα ευρήματα α) δίδουν λεπτομέρειες για την κατανόηση των αιτιακών αποδόσεων των ενοίκων και πως οι κοινωνικοί άλλοι (πχ γονείς) επηρέασαν τις αιτιακές τους εξηγήσεις, και β) προσθέτουν γνώση στις λιγοστές έρευνες που διερευνούν την κατανόηση αιτιών ψυχικής ασθένειας στους επαγγελματίες. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι αιτιακές αποδόσεις ενοίκων - επαγγελματιών συγκλίνουν, πιθανόν να επηρεάσει τη θεραπευτική πρόοδο των ασθενών και τον θεραπευτικό ρόλο των επαγγελματιών. Σχετικά με το πως η νοηματοδότηση των αιτιακών αποδόσεων επηρεάζει τη ταυτότητα των ενοίκων, τα ευρήματα κατέδειξαν πως ενεργά προσπαθούν να διαχειριστούν το στίγμα, υπερβαίνοντας την περιορισμένη κατανόηση της βιβλιογραφίας για μείωση της αυτό-εκτίμησης τους. Τέλος, εξέχουσας σημασίας είναι τα ευρήματα για τη σχέση ενοίκων-επαγγελματιών, αφού επισημαίνουν τις αποκλίνουσες απόψεις τους και τις ασυμμετρίες εξουσίας. Αυτό επηρεάζει ενδεχόμενα το θεραπευτικό αποτέλεσμα, την αυτό-αποτελεσματικότητα και τα αισθήματα ελπίδας των ενοίκων. Θα προταθούν εισηγήσεις για κλινικές παρεμβάσεις και μελλοντικές έρευνες.

https://gnosis.library.ucy.ac.cy/handle/7/65400

 

Παυλίνα Χαραλαμπίδου (2020): Investigating children's attitudes toward the Syrian refugee children prior to their enrolment in Greek schools: inventing new road paths for the contact theory through contact with a puppet

 Η παρούσα ερευνητική διατριβή αποτελείται από δύο επιμέρους έρευνες και διερευνά τις στάσεις και αντιλήψεις των μαθητών σε δημοτικά σχολεία της Αθήνας ως προς τα προσφυγόπουλα από τη Συρία που πρόκειται να ενταχθούν στα σχολεία, καθώς και την επίδραση μιας νέας μορφής επαφής (επαφή με μια μαριονέτα) στις αντιλήψεις, τα συναισθήματα και την συμπεριφορά των παιδιών στα ελληνικά σχολεία. Η πρώτη είναι συσχετιστική έρευνα και εξετάζει μια σειρά από κοινωνιοψυχολογικές μεταβλητές σε σχέση με την προκατάληψη προς τα προσφυγόπουλα από τη Συρία. Συγκεκριμένα, εξετάζεται η πιθανή επίδραση διαστάσεων του σχολικού κλίματος, η ηλικία, το φύλο και το εθνικό υπόβαθρο των παιδιών που φοιτούνε στα ελληνικά σχολεία. Επίσης διερευνάται η πιθανή επίδραση του τύπου σχολείου (ετερογενές ή ομοιογενές πληθυσμιακά) ως προς τις ευκαιρίες που παρέχει για διομαδική επαφή. Σχολεία με υψηλά ποσοστά παιδιών με μεταναστευτικό εθνικό υπόβαθρο, που συνεπώς προσφέρουν ευκαιρίες για περισσότερη διομαδική επαφή, συγκρίνονται με σχολεία με ψηλά ποσοστά παιδιών με ελληνικό εθνικό υπόβαθρο, τα οποία, ως εκ τούτου, προσφέρουν πολύ λιγότερες ευκαιρίες για διομαδική επαφή στους μαθητές τους. Με βάση ένα μοντέλο SEM, η μελέτη διερευνά και εντοπίζει τον σημαντικό διαμεσολαβητικό ρόλο των διομαδικών απειλών, της ενσυναίσθησης και της συμπερίληψης του άλλου στον εαυτό (IOS), στη σχέση μεταξύ του σχολικού κλίματος, και των στάσεων και προθέσεων για επαφή με τα προσφυγόπουλα. Η καλή εφαρμογή του μοντέλου σε 4 ζευγάρια ομάδων με βάση το φύλο, την τάξη (ηλικία), τον τύπο του σχολείου και την εθνικότητα των γονέων παρέχει περαιτέρω ισχύ στο προτεινόμενο μοντέλο και αποκαλύπτει την επίδραση κάποιων από αυτών. Συγκεκριμένα τα μικρότερα παιδιά (3η τάξης) και οι μαθητές σε πληθυσμιακά ετερογενή σχολεία που έχουν κυρίως μεταναστευτικό υπόβαθρο αξιολογούν πιο θετικά το σχολικό κλίμα και έχουν πιο θετικές συμπεριφορές προς τα προσφυγόπουλα από τη Συρία, αυξημένη συμπερίληψη του άλλου στον εαυτό (IOS) και αυξημένη ενσυναίσθηση. Τα κορίτσια επιβεβαιώνουν τη διεθνή βιβλιογραφία έχοντας υψηλότερα ποσοστά ενσυναίσθησης, ενώ επίσης έχουν αυξημένη την ικανότητα συμπερίληψης του άλλου στον εαυτό. Η δεύτερη είναι οιονεί πειραματική έρευνα παρέμβασης σε ένα δημόσιο δημοτικό σχολείο στην Αθήνα που προωθεί: α) την επαφή με τη μαριονέτα παράλληλα με δραστηριότητες που προάγουν την ενσυναίσθηση (ομάδα 1 παρέμβασης) ή β) την απλή έκθεση σε μια μαριονέτα μεγέθους παιδιού (ομάδα 2 παρέμβασης). Η μαριονέτα έχει την ταυτότητα ενός Σύριου προσφυγόπουλου. Ο σχεδιασμός της έρευνας είναι διαχρονικού τύπου και περιλαμβάνει μετρήσεις πριν, αμέσως μετά και 6 μήνες μετά την παρέμβαση. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η επαφή με τη μαριονέτα βελτίωσε τις στάσεις των παιδιών για τα προσφυγόπουλα, προκαλώντας αύξηση της ενσυναίσθησης, της συμπερίληψης του άλλου στον εαυτό και μείωση της απειλής προς την ενδο-ομάδα. Τα αποτελέσματα ήταν πιο ευνοϊκά στην ομάδα παρέμβασης 1, η οποία είχε και πιο ευνοϊκή συμπεριφορά προς τα προσφυγόπουλα, παρόλο που και οι δύο ομάδες παρέμβασης είχαν κάποια σημαντικά καλύτερα αποτελέσματα από την ομάδα ελέγχου. Τέλος, υπήρξαν ενδείξεις ότι κάποια από τα θετικά αποτελέσματα είχαν διάρκεια μέχρι και 6 μήνες μετά από την ολοκλήρωση της παρέμβασης.

https://gnosis.library.ucy.ac.cy/handle/7/65346

 

 

Μάριος Κυριακίδης (2020): Formation of prejudice and national identity : the role of cognitive development and in-group and intergroup relations in children and adolescents

 

Κύριος στόχος της έρευνας είναι η διερεύνηση του τρόπου που τα κοινωνικά φαινόμενα, της προκατάληψης και της εθνοτικής ταυτότητας επηρεάζονται από την γνωστική ανάπτυξη των παιδιών και εφήβων από την ηλικία των 7 μέχρι των 17 ετών στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα της Κύπρου. Η παρούσα διατριβή στοχεύει επίσης στη διερεύνηση του βαθμού στον οποίο η ποιότητα των ενδο-ομαδικών διαπροσωπικών σχέσεων (σχέσεις εξαναγκασμού/σχέσεις συνεργασίας σύμφωνα με την κοινωνική ψυχολογία του Jean Piaget), που διατηρούν με τους γονείς, εκπαιδευτικούς και συμμαθητές καθώς και οι διομαδικές σχέσεις των μαθητών με μέλη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας σχετίζονται με τα επίπεδα προκατάληψης στους μαθητές για διάφορες έξω-ομάδες (Τουρκοκύπριοι, Τούρκοι και πολίτες άλλων χωρών). Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στο ρόλο των ενδοομαδικών κοινωνικών νορμών της σε διάφορες ηλικιακές ομάδες σε σχέση με τα συναισθήματα προκατάληψης. Σε μεθοδολογικό επίπεδο, έχει επιλεγεί μικτή μεθοδολογία. Έχουν συλλεγεί δεδομένα σε δυο διαφορετικές χρονικές στιγμές στα πλαίσια διαχρονικής έρευνας με ερωτηματολόγιο (αξιολόγηση κοινωνικών πεποιθήσεων και γνωστικών ικανοτήτων) και ποιοτικά (ομάδες εστίασης) δεδομένα, έχουν αναλυθεί βάσει της πολυμεταβλητής στατιστικής και της θεματικής ανάλυσης αντίστοιχα. Οκτακόσιοι σαράντα τρείς μαθητές δημοτικών, γυμνασίων και λυκείων, οι οποίοι αντιπροσώπευαν τέσσερις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες οι οποίες αντιπροσώπευαν τα διάφορα στάδια ανάπτυξης του Piaget (1η ηλικιακή ομάδα: 7-8 ετών: πρώιμο στάδιο συγκεκριμένης λογικής σκέψης, 2η ηλικιακή ομάδα: 10-11 ετών: ύστερο στάδιο συγκεκριμένης λογικής σκέψης, 13-14 ετών: πρώιμο στάδιο λογικής αφαιρετικής σκέψης, 16-17 ετών: ύστερο στάδιο λογικής αφαιρετικής σκέψης) αφότου έχει ληφθεί συγκατάθεση κατόπιν ενημέρωσης από τους γονείς, έχουν συμμετέχει στην πρώτη φάση χορήγησης ερωτηματολογίων. Στην συνέχεια όσον αφορά την πρώτη φάση χορήγησης ερωτηματολογίων, είχαν επιλεγεί 690 συμμετέχοντες, λόγω της ελληνοκυπριακής τους καταγωγής, για σκοπούς πολυμεταβλητών στατιστικών αναλύσεων. Ακολούθως στην δεύτερη φάση χορήγησης, έλαβαν μέρος 501 συμμετέχοντες. Επιπρόσθετα, όσον αφορά την ποιοτική μεθοδολογία, είχαν λάβει μέρος 15 συμμετέχοντες, οι οποίοι συνέθεσαν 4 ομάδες εστίασης, οι οποίες αντιπροσώπευαν όπως και στην ποσοτική μεθοδολογία τις 4 ηλικιακές ομάδες. Bάσει των αποτελεσμάτων, διαφαίνεται ότι η δημιουργία συναισθημάτων προκατάληψης, επηρεάζεται από την γενική γνωστική ικανότητα, τις κοινωνικές νόρμες και τις ενδο-ομαδικές και διομαδικές σχέσεις συνεργασίας. Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι η ταύτιση με την υπό-ομάδα και συγκεκριμένα με την εθνοτική/κοινοτική ταυτότητα, φαίνεται να σχετίζεται με την ενδο-ομαδική προκατάληψη, την διατήρηση δηλαδή θετικών αντιλήψεων για την ενδο-ομάδα, την μη επαφή με την έξω-ομάδα, την απουσία σχέσεων συνεργασίας και συγκεκριμένες δευτερεύουσες γνωστικές δεξιότητες. Επιπλέον, διαφαίνεται ότι η επίδραση της γνωστικής ανάπτυξης ως προς την εμφάνιση της προκατάληψης και της εθνικής ταυτότητας διαφοροποιείται αναλόγως της ηλικίας των παιδιών και εφήβων. Συγκεκριμένα, διαφαίνεται ότι οι γνωστικές δεξιότητες συμβάλλουν σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, ως προς την μείωση της προκατάληψης στην πρώιμη και ύστερη εφηβεία. Παράλληλα, διαπιστώθηκε ότι η επίδραση των κοινωνικών νορμών ως προς την αποδυνάμωση των συναισθημάτων προκατάληψης είναι ισχυρότερη κατά την ύστερη παιδική ηλικία ως επίσης και την πρώιμη/μέση εφηβεία σε σχέση με την μέση παιδική ηλικία (ηλικίες 7-8 ετών). Παράλληλα, έχει διαφανεί ότι η επίδραση της μη επαφής ως προς την εμφάνιση συναισθημάτων προκατάληψης, διαφοροποιείται αναλόγως της ηλικίας. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι η επίδραση της είναι μειωμένη κατά την πρώτη παιδική ηλικία και την ύστερη εφηβεία λόγω διαφόρων παραγόντων.

https://gnosis.library.ucy.ac.cy/handle/7/64803

 

Βασιλική Τσολια (2019): Inter ethnic bullying between adolescents: a longitudinal examination of the role of social psychological processes

 

Η παρούσα διδακτορική διατριβή αφορά τις στάσεις των Ελληνοκυπρίων μαθητών απέναντι στα παιδιά μεταναστών και το αντίθετο, όσον αφορά το φαινόμενο του διεθνικού εκφοβισμού. Ο στόχος της διατριβής αυτής είναι η διερεύνηση των κοινωνιοψυχολογικών διαδικασιών οι οποίες εμπλέκονται κατά το διεθνικό εκφοβισμό – όπου το άτομο εκφοβίζεται λόγω της εθνικότητας του-. Συγκεκριμένα, η ταύτιση με την εθνική ταυτότητα της ομάδας, ο ρόλος των κοινωνικών νορμών (της οικογένειας και τους σχολείου) και της διομαδικής επαφής, διερευνήθηκαν σε σχέση με το διεθνικό εκφοβισμό. Επιπρόσθετα, μελετήθεκε ο διαμεσολαβητικός ρόλος της απειλής (ρεαλιστική και συμβολική), του διομαδικού άγχους και των στερεοτύπων. Επιπλέον διερευνήθηκε ο ρόλος επιπρόσθετων κοινωνιοψυχολογικών παραγόντων και παραγόντων πλαισίου, πέραν της προκατάληψης και των χαρακτηριστικών προσωπικότητας (ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά, ο ναρκισσισμός και η παρορμητικότητα). Για παράδειγμα μελετήθηκαν τα χαρακτηριστικά του σχολείου (π.χ. το σχολικό κλίμα), τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των Ελληνοκυπρίων (π.χ. φύλο, οικονομικό στάτους) και των μεταναστών (π.χ. εθνικότητα, τόπος γέννησης) και ο βαθμός επιπολιτισμού των μεταναστών (π.χ γνώση της γλώσσας, διομαδικές φιλίες) σε σχέση με το διεθνικό εκφοβισμό. Η παρούσα διατριβή αφορά μακροχρόνια έρευνα δύο χρονικών φάσεων. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν δύο πανομοιότυπα ερωτηματολόγια αυτό-αναφοράς σε χρονικό διάστημα 6 μηνών. Το τελικό δείγμα αποτελούνταν από 855 μαθητές (679 Ελληνοκυπρίους, αγόρια (N=292), κορίτσια (N=387), μέσο όρος ηλικίας 14.5- και 176 παιδιά μεταναστών, αγόρια (N=81), κορίτσια (N=95), μέσος όρος ηλικίας 15). Τα αποτελέσματα καταδεικνύουν την ύπαρξη διεθνικού εκφοβισμού στα Ελληνοκυπριακά σχολεία και τη στοχοποίηση συγκεκριμένων μαθητών από συγκεκριμένες μειονοτικές ομάδες. Τα ευρήματα υποστηρίζουν τη θετική επίδραση της διομαδικής επαφής στις διομαδικές σχέσεις και στην πρόληψη του διεθνικού εκφοβισμού. Η δημιουργία διομαδικών φιλιών σε αλληλεπίδραση με τις θετικές νόρμες της οικογένειας όσον αφορά τη μετανάστευση και τις θετικές νόρμες του σχολείου, μπορούν να μειώσουν τις απειλές, τα στερεότυπα και το διομαδικό άγχος ανάμεσα στους μαθητές, ακόμα και στους πιο εθνοκεντρικούς μαθητές, και κατά συνέπεια να μειώσουν το διεθνικό εκφοβισμό. Από την άλλη ο βαθμός ενσωμάτωσης των μεταναστών στην Ελληνοκυπριακή κουλτούρα (γνώση Ελληνικής γλώσσας και φιλίες) μπορούν να λειτουργήσουν ως προστατευτικοί παράγοντες της διεθνικής θυματοποίησης και εκφοβισμού. Βασισμένοι στα αποτελέσματα της διατριβής προτείνονται δύο μοντέλα σε σχέση με το διεθνικό εκφοβισμό συνδυάζοντας κοινωνιοψυχολογικούς παράγοντες, δημογραφικά στοιχεία και χαρακτηριστικά προσωπικότητας. Τα αποτελέσματα συζητούνται σε σχέση με το κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο της Κύπρου. Η συμβολή της παρούσας διατριβής έγκειται στη διομαδική διερεύνηση του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού, ένα φαινόμενο που παραδοσιακά μελετάται σε σχέση με τα ατομικά χαρακτηριστικά. Η έρευνα μετακινείται από τα ατομικά χαρακτηριστικά στους κοινωνικούς ψυχολογικούς μηχανισμούς και τις διομαδικές διαδικασίες. Η παρούσα μελέτη είναι μεγάλης σημασίας καθώς εστιάζει στην αυξανόμενη ανάγκη για στοχευόμενες εκπαιδευτικές, προληπτικές και παρεμβατικές δράσεις στο Ελληνοκυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα.

https://gnosis.library.ucy.ac.cy/handle/7/64800

 

Γεωργιος Φιλίππου (2016): Investigating the mechanisms of the Secondary Transfer Effect on intergroup contact: the moderating role of intergroup distance

 

Ο σκοπός αυτής της διατριβής είναι να διερευνήσει και να επεκτείνει την κατανόηση του φαινομένου που ονομάζεται ‘δευτερογενής μεταβίβαση της επαφής’ (Secondary Transfer Effect – STE), όπου η θετική επίδραση της διομαδικής επαφής με μια (αρχική) ομάδα μεταβιβάζετε σε άλλες (δευτερεύουσες) ομάδες ανεξαρτήτως της επαφής με αυτές. Το πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζει το κοινωνικοπολιτικό και ιστορικό πλαίσιο της Κύπρου και το Κυπριακό πρόβλημα για να θέσει το πλαίσιο στο οποίο βασίζεται η διατριβή και τα θέματα που ασχολείται. Παρουσιάζεται επίσης ο ρόλος της Κοινωνικής Ψυχολογίας και η συμβολή της στην καλύτερη κατανόηση των πολύπλοκων διομαδικών σχέσεων στην Κύπρο και στην προώθηση επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος. Το δεύτερο κεφάλαιο παρέχει μια λεπτομερή ανασκόπηση της βιβλιογραφίας της Θεωρίας της Επαφής ξεκινώντας από την δημιουργία της αρχικής Υπόθεσης της Επαφής μέχρι σήμερα. Συζητείται η διερεύνηση και εφαρμογή της Θεωρίας της Επαφής στο Κυπριακό πλαίσιο και η συμβολή που παρείχε στη βελτίωση της κατανόησης του Κυπριακού προβλήματος. Το τρίτο κεφάλαιο εισάγει την έννοια του φαινομένου της ‘δευτεροβάθμια επίδραση της επαφής’ και παρουσιάζει την πρώτη έρευνα της διατριβής που το εξετάζει εμπειρικά στο πλαίσιο της επαφής Ελληνοκύπριων φοιτητών με Τουρκοκύπριους, Έλληνες και μετανάστες από τρίτες χώρες. Τα αποτελέσματα ενισχύουν μερικώς την ύπαρξη του φαινομένου, ανεξαρτήτως της επαφής με δευτερεύουσες ομάδες. Tο τέταρτο κεφάλαιο εισάγει την έννοια της διαμεσολάβησης (Mediation effect) και εξετάζει αν το φαινόμενο της ‘δευτερογενούς μεταβίβασης της επαφής’ διαμεσολαβείται από τη στάση προς την αρχική ομάδα. Για να εξεταστεί αυτή η σχέση, παρουσιάζεται η δεύτερη μελέτη της διατριβής η οποία εξέτασε πειραματικά την επίδραση της επαφής Ελληνοκύπριων με μια Τουρκοκύπρια στις στάσεις απέναντι σε Έλληνες, Τουρκοκύπριους, Τούρκους και Μετανάστες τρίτων χωρών. Τα αποτελέσματα υποστήριξαν την υπόθεση για τη διαμεσολάβηση του φαινόμενο STE από τη στάση προς την αρχική ομάδα. Το πέμπτο κεφάλαιο διερευνά περαιτέρω κάποια ευρήματα από τα προηγούμενα κεφάλαια όπου το φαινόμενο STE βρέθηκε να ισχύει για κάποια ζεύγη ομάδων ενώ για κάποια όχι και εξετάζει κατά πόσο η ομοιότητα των ομάδων (intergroup similarity) ρυθμίζει (moderates) την επίδραση της διαμεσολάβησης της στάσης από την αρχική ομάδα προς τις στάσεις για τις δευτερεύουσες ομάδες (moderated mediation). Για το σκοπό αυτό, δημιουργήθηκε μια νέα μεταβλητή που εξετάζει έμμεσα το βαθμό ομοιότητας μεταξύ των ομάδων (intergroup distance). Για να ελεγχθεί εμπειρικά το προτεινόμενο μοντέλο, παρουσιάζεται η τρίτη έρευνα της διατριβής που βασίζεται σε αντιπροσωπευτικό δείγμα της Ελληνοκυπριακής κοινότητας και εξετάζει τη δευτερογενή μεταβίβαση της επαφής μέσα από τις διομαδικές σχέσεις των Ελληνοκύπριων με Τουρκοκύπριους, Έλληνες, Τούρκους και μετανάστες από Δυτική και Ανατολική Ευρώπη. Τα αποτελέσματα έδειξαν συστηματικά ότι η ομοιότητα μεταξύ των ομάδων ρύθμιζε το φάσμα της δευτερογενής μεταβίβασης της επαφής και βελτίωνε σημαντικά την ικανότητα των μοντέλων να εξηγήσουν την διασπορά της εξαρτημένης μεταβλητής (R2). Το κεφάλαιο έξι έχει στόχο να επαναλάβει και να επικυρώσει τα αποτελέσματα από το προηγούμενο κεφάλαιο και ειδικότερα το ρόλο της ΄διομαδικής ομοιότητας΄ ως ρυθμιστής της διαμεσολάβησης της ‘δευτερογενής μεταβίβασης της επαφής’. Επίσης, γίνεται έλεγχος της εγκυρότητας της μεταβλητής που μετρούσε έμμεσα την διομαδική ομοιότητα (intergroup distance) και χρησιμοποιήθηκε ως ρυθμιστής στο προηγούμενο κεφάλαιο. Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, η τέταρτη και τελευταία μελέτη της διατριβής παρουσιάζεται, όπου οι αναλύσεις που χρησιμοποιήθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο επαναλαμβάνονται χρησιμοποιώντας ως ρυθμιστές μεταβλητές που εξέτασαν την διομαδική ομοιότητα τόσο έμμεσα όσο και άμεσα. Τα αποτελέσματα ενισχύουν και πάλι συστηματικά το σημαντικό ρόλο της διομαδικής ομοιότητας ως ρυθμιστή της διαμεσολάβησης της ‘δευτερογενούς μεταβίβασης της επαφής’ ενώ παράλληλα έδειξαν ότι οι μεταβλητές που μετρούσαν έμμεσα την διομαδική ομοιότητα ήταν πιο επιτυχημένες στο ρόλο τους ως ρυθμιστές. Το έβδομο και τελευταίο κεφάλαιο συνοψίζει τα καινοτόμα ευρήματα της διατριβής, τονίζοντας τη συνεισφορά τους στην βελτίωση της κατανόησης του φαινομένου και την ευρύτερη ανάπτυξη της θεωρίας των διομαδικών σχέσεων αλλά και την συμβολή τους στην αναβάθμιση των πρακτικών που εφαρμόζονται για βελτίωση των διομαδικών σχέσεων στο πεδίο.

https://gnosis.library.ucy.ac.cy/handle/7/39526 

 

 

 2008-2012: Άννα Ζαπίτη: Asymmetries and argumentation in social interaction and cognitive development (Supervised by Charis Psaltis, Awarded 2012)

 

This PhD thesis explored the role of gender and expertise as asymmetries in the interactions of children. Children from two different age groups participated in the study (6-7 and 10-11 years old) in order to explore the role played by gender identity dynamics in the interactions of children of these two age groups. This work draws theoretically from the three generations of studies on peer interaction and cognitive development that initiated in Geneva more than thirty years ago.
The study followed the pre-test, interaction, immediate and delayed post-test design. Children have to solve a spatial task individually, then they work in pairs with a partner who was more or less advance in his/her knowledge over the task (so that pairs include children of different levels of expertise) and finally they try again to solve the task individually the same day the interaction takes place (immediate post-test) and two weeks later (delayed post-test). The younger children also were administered with two tests assessing their understanding of the gender marking of toys and conceptual understanding of an interrelationship between sex-group membership and gender marking of material culture. The children of the fifth grade had to complete a questionnaire which examined the way they cope with interaction with members of the opposite gender, attitudes and stereotypes for the members of the other gender group and strength of gender identity. These gender measures were included in order to investigate the relation between varieties of gender identity and behaviour in the interaction as well as the relation between different positioning on gender identity and outcome measures.
The results revealed that for younger children, gender clearly relates to their behavioural patterns and strategies in the interaction. Children may share the same goal but their behaviour is shaped by the social representations of gender that they bring in the interaction. In the interactions of older children (10-11 years old), gender was not found to relate directly to children's behaviour. In fact, gender effect was found to diminish with age even though some children remain highly stereotyped. For these children, gender knowledge and identity was related to their outcomes indicating that when gender has an effect this is on the level of mental action. The findings are discussed in the light of existing theories and previous studies.

https://gnosis.library.ucy.ac.cy/handle/7/37677

 

2009-2013: Φωτεινή Κράνου- Κυριακίδη: Psychosocial and Cognitive Development of Undergraduate University Students in Greek Cypriot Universities (Supervised by Charis Psaltis, Awarded 2013)

 

Ο στόχος της συγκεκριμένης διδακτορικής διατριβής είναι η διερεύνηση της παρούσας κατάστασης της ψυχοκοινωνικής και της γνωστικής ανάπτυξης των φοιτητών καθώς και της διαφοροποίησης της στα χρόνια της ανώτατης εκπαίδευσης ενός ατόμου στα Ελληνοκυπριακά Πανεπιστήμια. Στο θεωρητικό τομέα, η διατριβή εξετάζει την αλληλεπίδραση ανάμεσα στην ψυχοκοινωνική και γνωστική ανάπτυξη σε τέσσερα επίπεδα ανάλυσης μέσα από μια τριαδική επιστημολογία του υποκείμενου-αντικείμενου-άλλου. Λαμβάνοντας υπόψη την θεωρία ηθικής και γνωστικής ανάπτυξης του Perry ως σημείο εκκίνησης, πρώτα μελετάται ο τρόπος που ο Perry επηρεάστηκε από τους Piaget και Kohlberg σε σχέση με την διατύπωση μιας θεωρίας των σταδίων και ακολούθως συζητείται το πώς η θεωρία του Perry επηρέασε τις πιο σύγχρονες θεωρίες μετα-τυπικής σκέψης της γνωστικής ανάπτυξης. Προβάλλεται το επιχείρημα πως όλες οι θεωρίες σταδίου εξαρτώνται πάνω σε μια δομική ανάγνωση της Πιαζετινής θεωρίας καταστέλλοντας τις αναφορές στην κοινωνιοψυχολογική θεωρία του Piaget και συγκεκριμένα τον ρόλο της κοινωνικής αλληλεπίδρασης στην γνωστική ανάπτυξη. Αυτή η διατριβή παρουσιάζει την κριτική που ασκήθηκε από τον Riegel και το διαλεκτικό πλαίσιο στην προσπάθεια του να απομακρυνθεί από το ατομικιστικό παράδειγμα, όμως ταυτόχρονα αναδεικνύει τα προβλήματα αυτών των αρχικών προσπαθειών. Αυτό το πρόβλημα επανορθώνεται μέσα από μια συζήτηση των τρόπων με τους οποίους σύγχρονοι κοινωνιο-πολιτισμικοί θεωρητικοί κατανόησαν την ανθρώπινη ανάπτυξη στις πιο σύγχρονες τους θεωρίες. Περαιτέρω, η διατριβή μελετά την κοινωνιο-ψυχολογική θεωρία στην Πιαζετινή προσέγγιση και την θεωρητική εξέλιξη του μέσα από διαδοχικές γενεές έρευνας στην κοινωνική αλληλεπίδραση και γνωστική ανάπτυξη. Ακολούθως, προτείνεται ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο ανθρώπινης ανάπτυξης ως μια κοινωνιο-ψυχολογική διαδικασία και το οποίο επαναφέρει τον κεντρικό ρόλο των κοινωνικών σχέσεων σε σημαντικά γνωστικά και ψυχοκοινωνικά αναπτυξιακά αποτελέσματα όπως αυτά της τυπικής σκέψης, του ενδιαφέροντος για πραγματική μάθηση, της ανεκτικότητας, της δέσμευσης σε μελλοντικά σχέδια και του αισθήματος αυτό-καθορισμού. Τα αποτελέσματα της διατριβής, πέραν της παρουσίασης μιας περιγραφής του προφίλ και της ανάπτυξης των φοιτητών πανεπιστημίου για πρώτη φορά στο Κυπριακό πλαίσιο, ξεκαθαρίζουν το ρόλο του φύλου και του κοινωνικο-οικονομικού καθεστώτος στην ανάπτυξη. Επιπλέον, η διατριβή επιχειρεί τη συνάρθρωση των τεσσάρων επιπέδων ανάπτυξης του Doise (1986) μέσα από την ενσωμάτωση του ρόλου της κοινοτικής συλλογικής ταυτότητας και ιδεολογικών μεταβλητών σε ένα κοινωνιο-πολιτισμικό μοντέλο ανάπτυξης των φοιτητών πανεπιστημίων. Τα δεδομένα συλλέγησαν με διαχρονική έρευνα ερωτηματολογίου. Ένα ερωτηματολόγιο με αξιόπιστες κλίμακες κατασκευάστηκε μετά από αριθμό πιλοτικών δοκιμασιών. Οι κλίμακες βασίζονται στο θεωρητικό πλαίσιο του σχήματος του Perry (1998), της θεωρίας της κοινωνικής ψυχολογίας του Piaget και της θεωρίας των διανυσμάτων της ταυτότητας των Chickering και Reisser (1993). Οι ερωτήσεις δημιουργήθηκαν βάσει των θεωριών που αναφέρονται στη διατριβή στα σχετικά θέματα των δύο υπό διερεύνηση περιοχών ανάπτυξης. Το ερωτηματολόγιο χορηγήθηκε σε δύο διαφορετικά ακαδημαϊκά έτη. Τα ευρήματα της έρευνας προτείνουν ότι παρατηρούνται ήσσονος σημασίας αλλαγές κατά τη διάρκεια των φοιτητικών χρόνων. Δίδεται σημασία στο ρόλο του φύλου, της κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης και κλάδου σπουδών, ενώ με τη βοήθεια ιεραρχικών παλινδρομήσεων, σταυρωτών διαχρονικών συσχετίσεων και την δημιουργία ενός μοντέλου δομικών εξισώσεων, η διατριβή προτείνει μια πιο ολοκληρωμένο και ξεκάθαρο μοντέλο για τον κεντρικό ρόλο των κοινωνικών σχέσεων σε σχέση με την γνωστική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των φοιτητών.

https://gnosis.library.ucy.ac.cy/handle/7/39515